noble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
noble (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
noble | nobles |
noble (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
noble (fr) αρσενικό
- ο ευγενής, ο αριστοκράτης