nociceptor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nociceptor < λατινική noceo + (re)ceptor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nociceptor (en) (πληθυντικός: nociceptors)
nociceptor (en) (πληθυντικός: nociceptors)