noga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈnɔɡa/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

noga (pl) θηλυκό

  1. το πόδι με τις έννοιες
    • (ανατομία) το κάτω άκρο ανθρώπου ή ζώου
    • το κάτω άκρο αντικειμένου πάνω στο οποίο στηρίζεται
    • το κάτω άκρο του ποδιού
  2. (μεταφορικά) σκράπας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

noga (sr)

  • λατινική γραφή του нога