nomenclature

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nomenclature < λατινική nomenclatura < nomen (όνομα) + calare (καλώ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nomenclature (fr) θηλυκό
ονοματολογία:

  1. το σύνολο των όρων μιας επιστήμης ταξινομημένο με κάποια μέθοδο
    la nomenclature des plantes : οι ονομασίες των φυτών
  2. (μουσική) το σύνολο των οργάνων που εμφανίζονται, σε μια καθορισμένη σειρά, σε ένα πεντάγραμμο


Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]