non-fumeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
non-fumeur | non-fumeurs |
non-fumeur (fr) αρσενικό
- μη καπνιστής
ενικός | πληθυντικός |
non-fumeur | non-fumeurs |
non-fumeur (fr) αρσενικό