notable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός notable
συγκριτικός more notable
υπερθετικός most notable

Επίθετο[επεξεργασία]

notable (en) (μάλλον επίσημο)

  • αισθητός, απρόσεκτος, που αξίζει να προσεχθεί ή να τραβήξει την προσοχή· σπουδαίος
    a notable difference in temperature/improvement in the weather - αισθητή διαφορά θερμοκρασίας/βελτίωση του καιρού
    The difference is not notable.
    Η διαφορά δεν είναι απρόσεκτα.
    His research work is notable.
    Το ερευνητικό του έργο είναι απρόσεκτο.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
notable notables

notable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
notable notables

notable (fr) αρσενικό ή θηλυκό