notoriété
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /nɔ.tɔ.ʁje.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
notoriété | notoriétés |
notoriété (fr) θηλυκό
- η φήμη, η αναγνωρισιμότητα