nouille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nouille | nouilles |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nouille (fr) θηλυκό
- το μακαρόνι
- (μεταφορικά, οικείο) χαζούλης, χαζούλα