nounou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nounou | nounous |
nounou (fr) θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη nourrice
ενικός | πληθυντικός |
nounou | nounous |
nounou (fr) θηλυκό