numb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | numb |
συγκριτικός | number |
υπερθετικός | numbest |
numb (en)
- μουδιασμένος, δεν μπορώ να αισθανθώ ένα μέρος του σώματός μου
- ↪ numb fingers - μουδιασμένα δάχτυλα
- ↪ My tooth stopped feeling numb.
- Ξεμούδιασε το δόντι μου.
- μουδιασμένος, δεν μπορώ να νιώσω, να σκεφτώ ή να αντιδράσω με τον φυσιολογικό τρόπο
- ↪ numb with fear - μουδιασμένος από τον φόβο
- ↪ The fighters went numb learning about the leadership’s betrayal.
- Μούδιασαν οι αγωνιστές μαθαίνοντας της προδοσία της ηγεσίας του.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | numb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | numbs |
αόριστος | numbed |
παθητική μετοχή | numbed |
ενεργητική μετοχή | numbing |
numb (en)
- μουδιάζω, νιώθω παροδική αναισθησία σε όλο το σώμα ή σε ορισμένο τμήμα ή μέλος του
- ↪ The injection numbed my whole leg.
- Η ένεση μου μούδιασε όλο το πόδι.
- ↪ My teeth were numbed by the ice cream.
- Μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό.
- ↪ The injection numbed my whole leg.
- μουδιάζω, κάνω κάποιον ανίκανο να νιώσει, να σκεφτεί ή να αντιδράσει με φυσιολογικό τρόπο
- ↪ I was numbed by my fear.
- Μούδιασα από το φόβο μου.
- ↪ I was numbed by my fear.