numeratoro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- numeratoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | numeratoro | numeratoroj |
αιτιατική | numeratoron | numeratorojn |
numeratoro (eo)
- (μαθηματικά) ο αριθμητής ενός κλάσματος