numismate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
numismate | numismates |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
numismate (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
numismate | numismates |
numismate (fr) αρσενικό ή θηλυκό