nuntius

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nuntius (la) αρσενικό

  1. ο απεσταλμένος
  2. ο αγγελιοφόρος
  3. ο άγγελος

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική nuntius nuntiī
γενική nuntiī nuntiōrum
δοτική nuntiō nuntiīs
αιτιατική nuntium nuntiōs
κλητική nuntie nuntiī
αφαιρετική nuntiō nuntiīs
(β' κλίση)

Πηγές[επεξεργασία]