obligation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
obligation | obligations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
obligation (en)
- (μη μετρήσιμο) η υποχρέωση, η ενοχή, η σχέση μεταξύ δύο προσώπων, η οποία συνίσταται στην υποχρέωση του ενός σε παροχή προς τον άλλο
- ↪ with no obligation on your part to buy - χωρίς υποχρέωση εκ μέρους σας ν' αγοράσετε
- ↪ obligation by contract/by a legal transaction - ενοχή από σύμβαση/από δικαιοπραξία
- η υποχρέωση, κάτι που πρέπει να κάνω επειδή έχω υποσχεθεί, λόγω νόμου κτλ.
- ↪ moral/financial/legal obligations - ηθικές/οικονομικές/νομικές υποχρεώσεις
- ↪ military/family obligations - στρατιωτικές/οικογενειακές υποχρεώσεις
- ↪ I have the obligation to…
- Έχω την υποχρέωση να…
- ↪ I feel a great obligation.
- Νιώθω μεγάλη υποχρέωση.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
obligation | obligations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
obligation (fr) θηλυκό
- η υποχρέωση, η υποχρεωτικότητα
- (οικονομία) το ομόλογο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη obliger