occase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
occase occases

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

occase (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) ευκαιρία
    c'est une occase à ne pas manquer - είναι ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσει κανείς
    → δείτε τη λέξη  occasion

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • d'occase - από δεύτερο χέρι
je l'ai acheté d'occase - το αγόρασα δεύτερο χέρι