occlusal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | occlusal | occlusals |
θηλυκό | occlusale | occlusales |
occlusal (fr)
- σχετικός με την επαφή των πάνω και κάτω δοντιών