occurrence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
occurrence occurrences

Ετυμολογία [επεξεργασία]

occurrence < occur + -ence

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

occurrence (en) (επίσημο)

  1. (μετρήσιμο) το περιστατικό, το συμβάν, το γεγονός, η υπόθεση
    a rare occurrence - ένα σπάνιο περιστατικό/συμβάν
    a strange occurrence happened yesterday - ένα περίεργο γεγονός συνέβη χτες
    It is a clear occurrence of cheating.
    Είναι καθαρή υπόθεση απάτης.
     συνώνυμα:  affair, event, happening και incident
  2. (μη μετρήσιμο) η εμφάνιση
    the occurrence of difficulties - η εμφάνιση δυσκολιών

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
occurrence occurrences

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

occurrence (fr) θηλυκό