ocelot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ocelot < (άμεσο δάνειο) κλασική νάουατλ ocelotl
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ocelot (fr) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ocelot - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ocelot (it) αρσενικό
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ocelot (nl) αρσενικό
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ocelot < (άμεσο δάνειο) γαλλική ocelot < κλασική νάουατλ ocelotl
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ocelot (pl) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα κλασικά νάουατλ (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα κλασικά νάουατλ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Θηλαστικά (γαλλικά)
- Ζώα (γαλλικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα κλασικά νάουατλ (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Θηλαστικά (ιταλικά)
- Ζώα (ιταλικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (ολλανδικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (ολλανδικά)
- Προέλευση λέξεων από τα κλασικά νάουατλ (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Θηλαστικά (ολλανδικά)
- Ζώα (ολλανδικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (πολωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (πολωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα κλασικά νάουατλ (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Θηλαστικά (πολωνικά)
- Ζώα (πολωνικά)