often

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός often
συγκριτικός more often
υπερθετικός most often

Επίρρημα[επεξεργασία]

often (en)

  • συχνά, πολύ, πολλές φορές και σε πολλές περιπτώσεις
    I don't travel often.
    Δεν ταξιδεύω συχνά.
    We often go there.
    Πάμε συχνά εκεί.
    He is often wrong.
    Κάνει συχνά λάθος.
    My husband works often.
    Ο άντρας μου δουλεύει πολύ.
    How often do you go to the theater?
    Κάθε πόσο πάτε θέατρο;
     συνώνυμα:  a lot, frequently, oftentimes, very much και so much

Πηγές[επεξεργασία]