ograniczony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ograniczony < graniczyć
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
ograniczony (pl)
- φραγμένος, περιορισμένος
- (μαθηματικά) φραγμένος
- funkcje stałe są ograniczone z góry i z dołu - οι σταθερές συναρτήσεις είναι άνω και κάτω φραγμένες