ogresse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ogresse | ogresses |
ogresse (fr) θηλυκό
- η δράκαινα
ενικός | πληθυντικός |
ogresse | ogresses |
ogresse (fr) θηλυκό