okazo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okazo | okazoj |
αιτιατική | okazon | okazojn |
okazo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okazo | okazoj |
αιτιατική | okazon | okazojn |
okazo (eo)