okienko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
okienko (pl) < υποκοριστικό του okno (pl)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
okienko (pl) ουδέτερο
- το παραθυράκι
- η θυρίδα