okupiĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα okupiĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | okupiĝas | okupiĝanta | okupiĝata |
αόριστος | okupiĝis | okupiĝinta | okupiĝita |
μέλλοντας | okupiĝos | okupiĝonta | okupiĝota |
υποθετική | okupiĝus | - | - |
προστακτική | okupiĝu | - | - |
okupiĝi (eo) pri
- ασχολούμαι με