olajbogyó

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

olajbogyó (hu)

  • ελιά (ο καρπός του ελαιόδεντρου)