oliven
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oliven (da)
- ελιά (ο καρπός του ελαιόδεντρου)
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oliven (no)
- ελιά (ο καρπός του ελαιόδεντρου)