on account of
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
on account of (en)
- εξαιτίας, λόγω του/της, επειδή, παρωχημένο: ένεκα
- ↪ On account of the heavy traffic, I can’t come.
- Λόγω της πυκνής τροχαίας κίνησης, δεν μπορώ να έρθω.
- ≈ συνώνυμα: due to