operation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- operation < μέση γαλλική operation < παλαιά γαλλική operacion < λατινική operatio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌɑpəˈɹeɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
operation | operations |
operation (en)
- (ιατρική) η εγχείρηση, η χειρουργική επέμβαση
- (μη μετρήσιμο) η λειτουργία, η πράξη του λειτουργώ
- ↪ while the machine is in operation - όταν η μηχανή είναι σε λειτουργία
- ↪ The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
- Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.
- η εμπορική επιχείρηση
- (συνήθως πληθυντικός) η στρατιωτική επιχείρηση
- ↪ naval/air operations - ναυτικές/αεροπορικές επιχειρήσεις
- ↪ landing/combined operations - αποβατικές/συνδυασμένες επιχειρήσεις
- διαδικασία-μεθοδολογία-φορμαλισμός-μηχανισμός υλοποίησης, η τεχνική κάποιας εφαρμογής, η τεχνική που ακολουθώ για κάτι
- (λογική, μαθηματικά, θεωρία συνόλων) πράξη
- δείτε επίσης: Operation (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- operation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 497. ISBN 9780194325684., λήμμα: εγχείρηση, λειτουργία
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση γαλλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ιατρική (αγγλικά)
- Λογική (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Θεωρία συνόλων (αγγλικά)