opinion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
opinion opinions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

opinion (en)

  • η γνώμη
    In her opinion, this is beautiful.
    Κατά τη γνώμη της, αυτό είναι όμορφο.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

opinion (fr) θηλυκό