oportuno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

oportuno < oportun + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική oportuno oportunoj
αιτιατική oportunon oportunojn

oportuno (eo)

jen bona oportuno por..., ιδού μια καλή ευκαιρία για...