opoziciulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- opoziciulo < opozicio (αντιπολίτευση) + -ul- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | opoziciulo | opoziciuloj |
αιτιατική | opoziciulon | opoziciulojn |
opoziciulo (eo)
- (πολιτική) μέλος της αντιπολίτευσης