oraculum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- oraculum < oro < os < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ōus- (στόμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oraculum (la) ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oraculum | oracula |
γενική | oraculī | oraculōrum |
δοτική | oraculō | oraculīs |
αιτιατική | oraculum | oracula |
κλητική | oraculum | oracula |
αφαιρετική | oraculō | oraculīs |