orbiculaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
orbiculaire | orbiculaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
orbiculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- στρογγυλός, που έχει κυκλική μορφή
ενικός | πληθυντικός |
orbiculaire | orbiculaires |
orbiculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό