oreillon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
oreillon oreillons

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

oreillon (fr) αρσενικό

  1. κινητό μέρος του κράνους που προστάτευε το αφτί και το μάγουλο
  2. το μισό ενός βερίκοκου στο οποίο έχει αφαιρεθεί το κουκούτσι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]