oreillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
oreillon | oreillons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
oreillon (fr) αρσενικό
- κινητό μέρος του κράνους που προστάτευε το αφτί και το μάγουλο
- το μισό ενός βερίκοκου στο οποίο έχει αφαιρεθεί το κουκούτσι