ornamaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ornamaĵo | ornamaĵoj |
αιτιατική | ornamaĵon | ornamaĵojn |
ornamaĵo (eo)
- το στολίδι, η διακόσμηση