ortopedista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ortopedista (pt) < από το ortopedia + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ortopedista | ortopedistas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ortopedista (pt)