orzeł

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɔʒɛw/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

orzeł (pl)

  1. (πτηνό) ο αετός
  2. (μεταφορικά) ο έξυπνος άνθρωπος, ο αετός
  3. το πίσω μέρος νομίσματος, κυρίως στην έκφραση "orzeł czy reszka" (κορώνα ή γράμματα)

Συγγενικά[επεξεργασία]