ostro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ostro | ostroj |
αιτιατική | ostron | ostrojn |
ostro (eo)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ostro (it) αρσενικό (πληθυντικός ostri)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- ostro < λατινική ostrum < αρχαία ελληνική ὄστρεον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ostro (it) αρσενικό (πληθυντικός ostri)
Πηγές[επεξεργασία]
- ostro - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Κατηγορίες:
- Γλώσσα εσπεράντο
- Ουσιαστικά (εσπεράντο)
- Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
- Ζωολογία (εσπεράντο)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Άνεμοι (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ιταλικά)
- Χρώματα (ιταλικά)