otologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
otologie | otologies |
otologie (fr) θηλυκό
- η ωτολογία
ενικός | πληθυντικός |
otologie | otologies |
otologie (fr) θηλυκό