otorrinolaringologista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
otorrinolaringologista (pt) < από το otorrinolaringologia + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
otorrinolaringologista | otorrinolaringologistas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
otorrinolaringologista (pt)