ouïe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ouïe (fr) θηλυκό
- η ακοή
- (στον πληθυντικό)
- εξωτερικές οπές του βραγχιακού συστήματος των ψαριών
- άνοιγμα σε σχήμα S πάνω στο βιολί και τα άλλα όργανα της ίδιας οικογένειας