outlive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
outlive (en)
- (μεταβατικό) επιζώ, ζω περισσότερο (από κάποιον)
- he has outlived his wife - έζησε περισσότερο από τη γυναίκα/σύζυγό του