outlive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

outlive (en)

  1. (μεταβατικό) επιζώ, ζω περισσότερο (από κάποιον)
    he has outlived his wife - έζησε περισσότερο από τη γυναίκα/σύζυγό του