own up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | own up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | owns up |
αόριστος | owned up |
παθητική μετοχή | owned up |
ενεργητική μετοχή | owning up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
own up (en)
- παραδέχομαι, ομολογώ την ενοχή για κάτι, αναλαμβάνω την ευθύνη