pèlerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pèlerin < λατινική pelegrinus (ξένος, ταξιδιώτης)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pèlerin | pèlerins |
θηλυκό | pèlerine | pèlerines |
pèlerin (fr)