pénurie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pénurie | pénuries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pénurie (fr) θηλυκό
- η ένδεια, η έλλειψη, η ανεπάρκεια
ενικός | πληθυντικός |
pénurie | pénuries |
pénurie (fr) θηλυκό