péremptoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
péremptoire | péremptoires |
Επίθετο[επεξεργασία]
péremptoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- κατηγορηματικός
- il fait l'objet de jugements hâtifs et péremptoires
- γίνεται αντικείμενο βεβιασμένων και κατηγορηματικών κριτικών