périphérique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

périphérique (fr)

Le boulevard périphérique, le périf : ο περιφερειακός δακτύλιος (δρόμος).

Συγγενικά[επεξεργασία]

périphérie