pétitionnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pétitionnaire pétitionnaires

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pétitionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός ή αυτή που υποβάλλει μια αίτηση

Συγγενικά[επεξεργασία]