płynny

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

płynny (pl)

  1. ρευστός
    stosunki Warszawa-Pekin przetrwały próbę czasu i płynną sytuację międzynarodową - οι σχέσεις Βαρσοβίας-Πεκίνου έχουν αντέξει τη δοκιμασία του χρόνου και της ρευστής διεθνούς κατάστασης