paint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
paint paints

paint (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η μπογιά, το χρώμα, η βαφή, το υγρό ή άλλη ουσία για τη βαφή επιφανειών
    the first coat of paint - το πρώτο στρώμα μπογιάς
    If you give it a coat of paint
    Αν το περάσεις ένα χέρι χρώμα
  2. (μόνο πληθυντικός) οι μπογιές, σωλήνες χρώματος που χρησιμοποιούνται για τη ζωγραφική εικόνων
    oil paints - λαδομπογιές

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας paint
γ΄ ενικό ενεστώτα paints
αόριστος painted
παθητική μετοχή painted
ενεργητική μετοχή painting

paint (en)

  1. (μεταβατικό) ζωγραφίζω, βάφω, χρωματίζω, καλύπτω μια επιφάνεια ή ένα αντικείμενο με μπογιά
    The wall is painted with wonderful colors.
    Ο τοίχος είναι ζωγραφισμένος με υπέροχα χρώματα.
    We painted the wall green.
    Βάψαμε τον τοίχο πράσινο.
    They painted the walls pink.
    Χρωμάτισαν τους τοίχους ροζ.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) απεικονίζω, ζωγραφίζω, φτιάχνω μια εικόνα ή ένα σχέδιο χρησιμοποιώντας μπογιά
    What did you paint?
    Τι ζωγραφίσατε;
    I can’t paint without my brush!
    Δεν μπορώ να ζωγραφίσω χωρίς το πινέλο μου!

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]